τυροκομώ

τυροκομώ
τυροκομῶ, -έω, ΝΑ
παρασκευάζω τυρί, τυροποιῶ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κομῶ (< -κόμος*) πρβλ. ὀρνιθο-κόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυροκομώ — τυροκόμησα, τυροκομήθηκα, τυροκομημένος, μτβ. και αμτβ., παρασκευάζω τυρί, είμαι τυροκόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυροκομία — η, Ν 1. η τέχνη τής παρασκευής τυριού 2. ο αντίστοιχος κλάδος τής βιομηχανίας τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • τυροκομείο — το, ΝΑ [τυροκομῶ] νεοελλ. το εργαστήριο τού τυροκόμου αρχ. 1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη τού νωπού τυριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει» …   Dictionary of Greek

  • τυροποιώ — έω, Α [τυροποιός] τυροκομώ …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”